Saliva | Πτύελα | To έκκριμα των σιελογόνων αδένων που περιέχει ένζυμα για τη πέψη των τροφών. | |
Salivary glants | Σιελογόνοι αδένες | Εξωκρινείς αδένες που βρίσκονται στη στοματική κοιλότητα5. Παράγουν έκκριμα το οποίο ονομάζεται σίελος. | |
Salpingitis | Σαλπιγγίτιδα | Φλεγμονή του ωαγωγού (σάλπιγγας) συνήθως ως αποτέλεσμα σεξουαλικά μεταδιδόμενης λοίμωξης. | |
Sample | Δείγμα | Λαμβανόμενη ποσότητα βιολογικών υγρών προς εξέταση. | |
Sampling | Δειγματοληψία | Λήψη δείγματος για δοκιμή. | |
Sandwith | Μη συναγωνιστική ανοσολογική μέθοδος. | Γενική ονομασία για τις μη συναγωνιστικές ανοσολογικές μεθόδους. | |
Saprofytic | Σαπροφυτικός | Οργανισμός που λαμβάνει τις οργανικές ουσίες που χρειάζεται μέσω νεκρής ύλης. | |
Sarcoidosis | Σαρκοείδωση | Αυτοάνοση διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος πoυ πρoκαλεί μη τυρoειδoπoιημένα κoκκιώματα σε ένα ή περισσότερα όργανα. | |
Sarcoma Kaposi | Σάρκωμα Kaposi | Πολυεστιακή συστηματική αγγειακή νεοπλασία που προσβάλει το δέρμα, τους βλεννογόνους και άλλους ιστούς. | |
Saturated fat | Κορεσμένα λιπαρά | Κακά λιπαρά τα οποία σε μεγάλες ποσότητες αυξάνουν τη χοληστερόλη. | |
Saturated solution | Κεκορεσμένo διάλυμα | ||
Saturated steam | Κορεσμένος ατμός | ||
Scan | Σάρωση | Απεικονιστική εξέταση και το αποτέλεσμά της | |
Scandium | Sc | Σκάνδιο | Το όνομα οφείλεται στη σκανδιναβική προέλευση των ορυκτών στα οποία βρέθηκε το στοιχείο. |
Schistocytes | Σχιστοκύτταρα | Κομμάτι θρυμματισμένου ερυθροκυττάρου. | |
Scleroderma | Σκληροδερμία | Ασθένεια συνδετικών ιστών. | |
Scleroderma 70 | Scl-70 | Αντιπυρηνικό αντίσωμα σκληροδέρματος | Αυτοαντίσωμα που προκαλεί είδος σκληροδερμίας. |
Screening test | Εξέταση προσυμπτωματικού ελέγχου | Ο διαγνωστικός έλεγχος μιας νόσου χωρίς την ύπαρξη κλινικών σημείων ή συμπτωμάτων. | |
Scutellum | Εφελκίδα | Αφυδατωμένη υγρή εξιδριματώδης μάζα η οποία αποβάλλεται από φλεγμονώδεις δερματικές περιοχές. | |
Second morning urine | Δεύτερα πρωινά ούρα | Μοναδικό δείγμα ούρων που λαμβάνεται 2 ± 4 ώρες μετά τα πρώτα πρωινά ούρα. | |
Secretin | SCT | Σεκρετίνη | Ορμόνη η οποία ελέγχει τις εκκρίσεις στο δωδεκαδάκτυλο και την ομοιόσταση του νερού στο σώμα. |
Sectetion | Έκκριση | Η διαδικασία όπου παράγεται και απελευθερώνεται υγρό από κύτταρο ή αδένα. | |
Sediment | Ίζημα | Τα στερεά στοιχεία που καθιζάνουν σε ένα διαλύτη μετά από κάποιο χρονικό διάστημα σε ηρεμία ή μετά από φυγοκέντρηση. | |
Seizure | Επιληπτική κρίση | Παροδικό επεισόδιο νευρολογικής δυσλειτουργίας, με χαρακτηριστικότερο σύμπτωμα τους τονικοκλονικούς σπασμούς. | |
Selenium | Se | Σελήνιο | Χημικό στοιχείο που πήρε το όνομά του από το όνομα της σελήνης. |
Semen – Sperm | Σπέρμα | To γενετικό βιολογικό υγρό των αρσενικών θηλαστικών. | |
Seminal vesicle | Σπερματοδόχος κύστη | Κύστη στην οποία παράγονται ουσίες που αυξάνουν την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων. | |
Seminiferous tubule | Σπερματικό σωληνάριο | Η ανατομική διάταξη μέσα στους όρχεις, υπεύθυνη για την παραγωγή των σπερματοζωαρίων. | |
Senile plaques | SPs | Αμυλοειδικές ή νευριτικές πλάκες | Εξωκυτταρικές εναποθέσεις αμυλοειδούς β πρωτεΐνης υπό τη µορφή πυκνών δεσµών ινιδίων. |
Sepsis | Σήψη | Λοίμωξη του αίματος από μικροοργανισμό | |
Septic Shock | Σηπτικό σοκ | Υπόταση και ανεπαρκής ροή αίματος στα όργανα ως αποτέλσμα της σήψης. | |
Septicemia | Σηψαιμία | Παθολογική κατάσταση λοιμώδους φύσης, που αφορά ολόκληρο τον οργανισμό εξαιτίας γενικευμένης εισβολής μικρόβιων. | |
Sequence Based Typing | SBT | Τυποποιημένη αλληλούχιση | Είδος PCR για την απομόνωση συγκεκριμένων εξονίων. |
Serotonin | Σεροτονίνη | Νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου, που προέρχεται βιοχημικά από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. | |
Serum | Ορός | Το νερό και τα διαλυτά συστατικά του αίματος, εκτός του ινωδογόνου. | |
Serum proteins Electrophoresis | SPE | Ηλεκτροφόρηση πρωτεινών ορού | Κίνηση πρωτεινών του ορού αίματος μέσα σε πήκτωμα υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου. |
Severe combined immunodeficiency | SCID | Βαριά συνδυασμένη ανοσοανεπάρκεια | Σπάνια πρωτοπαθής ανοσοανεπάρκεια στην οποία υπάρχει συνδυασμένη απουσία της λειτουργίας των Τα λεμφοκυττάρων και των Β λεμφοκυττάρων. |
Sex-Hormone Binding Globulin | SHBG | Σφαιρίνη δεσμεύουσα τις ορμόνες του φύλου | Πρωτείνη μεγάλου μεγέθους που μεταφέρει γεννητικές ορμόνες σε διάφορα σημεία του οργανισμού. |
Sexually transmitted disease | STD | Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα | Ασθένειες που μεταδίδονται μεταξύ των ανθρώπων μέσω σεξουαλικής επαφής. |
Shaker | Αναδευτήρας | Ηλεκτρική συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάδευση διαλιδίων, δοχείων και γενικά διαφόρων σκευών. | |
Sheath flow cell ή Orifice | Κυψελίδα ροής | ||
Shingles | Έρπης ζωστήρας | Ιογενές νόσημα με εκτεταμένο εξάνθημα κυρίως στον κορμό. | |
Shock | Καταπληξία | Παθολογική κατάσταση κατά την οποία δεν επιτυγχάνεται η επαρκής ροή αίματος και οξυγόνου στα όργανα. | |
Sickle cell disease | SCD | Δρεπανοκυτταρική αναιμία | Δια βίου διαταραχή του αίματος που χαρακτηρίζεται από ερυθρά αιμοσφαίρια σε μη φυσιολογικό δρεπανοειδές σχήμα. |
Sickle cells | Δρεπανοκύτταρα | Ανώμαλο ερυθροκύτταρο του οποίο το σχήμα έχει παραμορφωθεί έτσι ώστε να μοιάζει με δρεπάνι σε συνθήκες υποξείας. | |
Side effects | Παρενέργειες | Επιδράσεις ενός φαρμάκου διαφορετικές από τις καθορισμένες που είναι συνήθως βλαβερές για την υγεία. | |
Sigmoidoscopy | Σιγμοειδοσκόπηση | Ιατρική εξέταση η οποία γίνεται με την χρήση σιγμοειδοσκοπίου και έχει σκοπό να εξεταστεί το κατώτερο τμήμα του παχέος εντέρου. | |
Signal | Σήμα | Το μετρούμενο αποτέλεσμα μιας αναλυτικής διαδικασίας που αντιστοιχεί στη συγκέντρωση ενός βιοδείκτη. | |
Single-chain antigen-binding | SCAB | Μονόκλωνη πρωτεϊνη συζευκτική του αντιγόνου | Πρωτείνη που ενώνει την μεταβλητή περιοχή της ελαφριάς αλυσίδας ενός αντισώματος με την μεταβλητή περιοχή της βαριάς αλυσίδας του αντισώματος. |
Single-photon emission computed tomography | SPECT | Αξονική τομογραφία εκπομπής απλών φωτονίων | Τεχνική απεικόνισης με τη χρήση ακτνών γάμμα |
Sjögren syndrome | Σύνδρομο Sjögren | Συστηματικό αυτοάνοσο νόσημα που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα ξηρότητας (ξηροφθαλμία, ξηροστομία) και είναι δυνατόν να συνοδεύεται από άλλα αυτοάνοσα νοσήματα. | |
Skin flora | Χλωρίδα του δέρματος | Μικροοργανισμοί που ζουν φυσιολογικά στο δέρμα του ανθρώπου χωρίς να προκαλούν κάποια διαταραχή. | |
Sleep apnea | Άπνοια κατά τον ύπνο | Διαταραχή του ύπνου που χαρακτηρίζεται από ανώμαλες παύσεις στην αναπνοή. | |
Slide | Αντικειμενοφόρος πλάκα | Μικρή γυάλινη πλάκα ορθογώνιου σχήματος, πάνω στο οποίο τοποθετετείται μικροβιολογικό υλικό για την παρατήρησή του στο μικροσκόπιο. | |
Slow virus infection | Ίωση βραδείας εξέλιξης | Ίωση που προκαλείται από ένα ιό, ο οποίος παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση στο σώμα για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν προκαλέσει σημεία και συμπτώματα της ασθένειας. | |
Small cell lung cancer | SCLC | Μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα | Είναι μία μορφή καρκίνου του πνεύμονα. Παρατηρείται όταν τα φυσιολογικά κύτταρα του πνεύμονα μετατρέπονται σε παθολογικά και πολλαπλασιάζονται αυτόνομα και ανεξέλεγκτα. |
Smear | Επίχρισμα | Η επίστρωση βακτηριακού ή κυτταρικου υλικού σε πλακάκι για την μικροσκοπική του μελέτη | |
Smith antibody | Αυτοαντίσωμα Smith | Είδος αντισώματος ΑΝΑ | |
Smooth Muscle Antibody | SMA | Αντιπυρινικά Αντισώματα | Αυτοαντισώματα που επιτίθενται στα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού του ασθενούς, προκαλώντας σημάδιακαι συμπτώματα όπως φλεγμονή ιστών και οργάνων, πόνο σε αρθρώσεις και μυς, και κόπωση. |
Sodium | Na | Νάτριο | Θετικό ιόν που ανήκει στην ομάδα των ηλεκτρολυτών. |
Sodium hyaluronate | Υαλουρονικό νάτριο | Άλας του υαλουρονικού οξέος που χρησιμοποιείται σε τρεις ιατρικές ειδικότητες, την ορθοπεδική, την πλαστική χειρουργική και την οφθαλμολογια. | |
Sodium nitroprusside | Νιτροπρωσικό νάτριο | Αντιδραστήριο που χρησιμοποιείται στον προσδιορισμό των κετονών στα ούρα. | |
Sogren A | SSA | Αντιπυρηνικό αντίσωμα SSA | |
Sogren B | SSB | Αντιπυρηνικό αντίσωμα SSB | |
Solute | Διαλυμένη ουσία | Oυσία που βρίσκεται διεσπαρμένη (διαλυμένη) μέσα σε ένα υγρό μέσο (διαλύτης). | |
Solvent | Διαλύτης | Το μέσο διασποράς κάθε ομοιογενούς μίγματος δύο ή περισσοτέρων ουσιών. | |
Somatosensory evoked potentials | SSEP | Σωματοαισθητικά προκλητά δυναμικά | Εξέταση στην οποία καταμετράται η ευαισθησία στην αφή σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος, συνήθως στα χέρια και στα πόδια, και η αγωγή των ώσεων στον εγκέφαλο. |
Southern blotting | Ανοσοαποτύπωση, ειδική για την μελέτη DNA | Μέθοδος ανίχνευσης πρωτεϊνών στο κύτταρο, διαχωρισμένων σε πήκτωμα αγαρόζης κατόπιν παθητικής μεταφοράς τους σε μεμβράνη νιτροκυτταρίνης. | |
Specific Gravity | SG | Ειδικό βάρος | To συνολικό βάρος της διαλυμένης ουσίας ανά μονάδα όγκου διαλύτη. |
Sperm concentration | Συγκέντρωση σπερματοζωαρίων | Ο αριθμός των σπερματοζωαρίων ανά ml. | |
Sperm tail | Μαστίγιο σπέρματος | Τμήμα του σπερματοζωαρίου που του προσδίδει την ικανότητα κίνησης. | |
Spermatic duct/cord/Spermiduct | Σπερματικός πόρος | Τμήμα του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος που μεταφέρει το σπέρμα από τους όρχεις στο πέος. | |
Spermatocyst | Σπερματοδόχος κύστη | Όργανο του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος που παράγει μεγάλο μέρος του σπερματικού υγρού | |
Spermatogenesis | Σπερματογένεση | Διεργασία κατα την οποία τα ανώριμα γεννητικά κύτταρα (σπερματογόνια) μετατρέπονται σε ώριμα σπερματοζωάρια. | |
Spermatogenic cells | Κύτταρα σπερματογένεσης | Άωρα κύτταρα σπερματογένεσης δηλαδή τα πρόδρομα κύτταρα των σπερματοζωαρίων. | |
Spermatozoon/Spermatozoa | Σπερματοζωάριο/σπερματοζωάρια | Οι αρσενικοί γαμέτες. | |
Spleen | Σπλήνας | Μαλακό όργανο που βρίσκεται στο αριστερό μέρος της κοιλιάς των σπονδυλωτών ζώων. | |
Splenomegaly | Σπληνομεγαλία | Η διόγκωση του σπλήνα. | |
Sputum | Πτύελο | Διαυγές υγρό που διευκολύνει την κατάποση της τροφής και ξεκινά τη διαδικασία της πέψης. | |
Squamus epithelium cells | Πλακώδη επιθηλιακά κύτταρα | Ομάδα κυττάρων που καλύπτει εσωτερικά όργανα του σώματος π.χ. στο ουροποιητικό σύστημα. | |
Stabilizers | Σταθεροποιητές | Ουσίες που αποτρέπουν τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας ή προστίθενται σε αιωρήματα που επιβραδύνουν ή παρεμποδίζουν την καταβύθισή τους. | |
Stage clip | Ελατηριωτό άγκιστρο | Άγκιστρο με το οποίο σταθεροποιούμε την αντικειμενοφόρο πλάκα στην τράπεζα του μικροσκοπίου. | |
Staggering | Τρέκλισμα | To ασταθές βάδισμα και η δυσκολία στο κράτημα της ισορροπίας. | |
Stain | Χρωστική | Ειδική χρωστική για την βαφή κυττάρων ή ιστών. | |
Standard | Std | Πρότυπο δείγμα | Δείγμα συγκεκριμένης συγκέντρωσης μίας ή περισσοτέρων ουσιών που χρησιμοποιείται για τη σύγκριση και τελικό προσδιορισμό της συγκέντρωης αγνώστων δειγμάτων. |
Standardised sample | Τυποποιημένο δείγμα | Το πλέον κατάλληλο δείγμα για κάποια εξέταση. | |
Starch | Άμυλο | Πολυσακχαρίτης που αποτελείται από μονάδες γλυκόζης κα χρησιμοποιείται ως απόθεμα ενέργειας στα φυτικά κύτταρα. | |
Starvation | Ασιτία | Έλλειψη τροφής. | |
Steam | Ατμός | Μία ουσία στην αέρια φάση της όταν βρίσκεται κάτω από την κρίσιμη θερμοκρασία της. | |
Stem cells | Βλαστοκύτταρα | Αρχέγονα, πολυδύναμα κύτταρα των ζωικών οργανισμών, που διατηρούν την ικανότητα να διαιρούνται και να διαφοροποιούνται προς οποιοδήποτε κυτταρικό τύπο. | |
Stent | Φλεβοκαθετήρας | Συσκευή καθετηριασμού οποιασδήποτε φλέβας. | |
Stereoscope | Στερεοσκόπιο | Συσκευή που μεγενθύνει 300 φορές μικροσκοπικά αντικείμενα και προσδίδει σε αυτά τρισδιάστατη εικόνα | |
Sterility | Στειρότητα | Η βιολογική ανικανότητα ενός ατόμου να συμβάλλει στην αναπαραγωγή. | |
Sterilization | Αποστείρωση | Η καταστροφή όλων των μορφών ζωής. | |
Sternum | Στέρνο | Οστό του θώρακα. Αποτελείται από τρία μέρη, τη λαβή προς τα πάνω, το σώμα του στέρνου και τη ξιφοειδή απόφυση. | |
Stiffness | Δυσκαμψία | H δυσκολία στην κάμψη. | |
Stirrer | Ανακινητήρας | Ηλεκτρική συσκευή ανάδευσης διαλυμάτων εντός σκευών εργαστηρίου π.χ. σωληνάρια, φιάλες. | |
Stomach lining | Βλεννογόνος του στομάχου | Καλυπτήρια κύτταρα του στομάχου που σχηματίζουν μία επενδυτική μάζα που προστατεύει το στόμαχο από τη δράση του γαστρικού υγρού. | |
Stool | Κόπρανα | To προιόν της απέκκρισης του πεπτικού συστήματος που περιέχει άπεπτες ουσίες, λίπος κ.α. | |
Stop dilution | Διάλυμα τερματισμού | Διάλυμα ισχυρού οξέος που χρησιμοποιείται για τον τερματισμό της ενχυμικής αντίδρασης σε μεθόδους ELISA. | |
Stopper | Πώμα | Υδατοστεγές κάλυμα σωληναρία ή φιάλης από γυαλί, πλαστικό ή φελλό. | |
Strep throat | Στρεπτοκοκκική φαρυγγίτιδα | Ένα είδος φαρυγγίτιδας που προκαλείται από στρεπτόκοκκο ομάδας Α. | |
Streptavidin | Στρεπταβιδίνη | Μικρό μόριο που χρησιμοποιείται ως γέφυρα μεταξύ αντιγόνων, αντισωμάτων και ενζύμων - ανιχνευτών. | |
Streptococcus | Στρεπτόκοκκος | Είναι γένος θετικών gram βακτηρίων. | |
Streptococcus pneumoniae | Στρεπτόκοκκος πνευμονίας | Συχνά απομονούμενο Gram+ βακτήριο που προκαλεί πνευμονία στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. | |
Streptolysin | Στρεπτολυσίνη | Είναι στρεπτοκοκκική αιμολυτική εξωτοξίνη. | |
Stridor | Συριγμός | Συρίττων αναπνευστικός ρόγχος λόγω στένωσης των αναπνευστικών οδών. | |
Strip ή Dipstick | Ταινία εξέτασης ούρων | Πλαστική ταινία που περιέχει αντιδραστήρια ξηράς χημείας για την μέτρηση χημικών χαρακτήτων στα ούρα. | |
Stroke | Εγκεφαλικό | Αποτέλεσμα της μειωμένης οξυγόνωσης των κυττάρων του εγκεφάλου απο μειωμένη παροχή αίματος στην περιοχή. | |
Study | Μελέτη | Επιστημονική έρευνα που καταλήγει σε δημοσίευση. | |
Stunting | Νανισμός | Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μικρό ανάστημα και βάρος του σώματος των ενήλικων ατόμων μιας φυλής. | |
Stupor | Λήθαργος | Παθολογικός ύπνος, πολύ βαθύς και συνεχής, που αποτελεί σύμπτωμα διάφορων (κυρ. εγκεφαλικών) νόσων. | |
Subarachnoid Hemorrhage | SAH | Υπαραχνοειδής αιμορραγία | Εξαγγείωση αίματος από ένα μεγάλο αγγείο του εγκεφάλου προς τον υπαραχνοειδή χώρο. |
Subfertility | Υπογονιμότητα | Η αδυναμία τεκνοποίησης μετά από ένα χρόνο ελεύθερων σχέσεων ενός ζευγαριού. | |
Substrate | SUB | Υπόστρωμα | H χημική ένωση που συμμετέχει σε χημικές αντιδράσεις με τη βοήθεια ενζύμων. |
Substrate-Labeled Fluorescent Immunoassay | SL-FIA | Ανοσοφθορισμομετρικοί προσδιορισμοί με επισημασμένο υπόστρωμα | |
Suction | Αναρρόφηση | Αντίστροφη κίνηση υγρού ή αερίου ιδίως μέσα σε σωλήνα, η οποία γίνεται με αφαίρεση του αέρα και δημιουργία κενού. | |
Sulfonamides | Σουλφοναμίδες | Ομάδα χημικών ενώσεων που χρησιμοποιούνται ως αντιβακτηριακοί παράγοντες. | |
Sunburn | Ηλιακό Έγκαυμα | Θερμικό έγκαυμα το οποίο προκαλείται από την παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο. | |
Supernatant | Υπερκείμενο | Το τμήμα του διαλύματος που βρίσκεται πάνω από το ίζημα κατά την φυγοκέντρηση. | |
Supersaturated solutions | Υπέρκορα διαλύματα | Διαλύματα που βρίσκονται στο ανώτερο όριο της διαλυτότητας τους, η παραμικρή αύξηση της συγκέντρωσης θα προκαλέσει κατακρίμηνση. | |
Supplement | Συμπλήρωμα | Ομάδα πρωτεινών του πλάσματος που διαδραμαζτίζουν σημαντικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού και στη φλεγμονή. | |
Supplements | Συμπληρώματα | Σκευάσματα που περιέχουν μεμονωμένα ή συνδυασμένα συστατικά και ουσίες που εμπεριέχοντα σε τροφές ή φυτά. | |
Suppuration | Διαπύηση | Η παραγωγή και έκκριση του πύου. | |
Suprapubic aspiration | Υπερηβική αναρρόφηση | Tεχνική λήψης ούρων, κατα την οποία, γίνεται εισαγωγή μιας μικρής βελόνης μέσω της κοιλιακής χώρας, στην ουροδόχο κύστη. | |
Susceptibility test | Τεστ ευαισθησίας | Εργαστηριακή μέθοδος προσδιορισμού της ευαισθησίας των βακτηρίων σε αντιβιοτικά. | |
Susceptibility testing | Αντιβιόγραμμα | Δοκιμασία κατά την οποία γίνεται τοποθέτηση αντιβιοτικών σε ένα μικροοργανισμό με στόχο την εύρεση του κατάλληλου αντιβιοτικού (Αντιβιόγραμμα). | |
Suspension | Εναιώρημα | Διάλυμα ουσίας που αιωρείται μέσα σε ένα υγρό. | |
Sweat test | Δοκιμασία ιδρώτα | Προσδιορίζει τη συγκέντρωση του χλωρίου που εκκρίνεται στον ιδρώτα. | |
Swelling | Οίδημα | Περίσσεια υγρού σε οποιονδήποτε ιστό του ανθρώπινου σώματος είτε ενδοκυττάρια είτε εξωκυττάρια. | |
Switch region | Περιοχή μεταστροφής | Η περιοχή που συνδέει τις σταθερές με τις μεταβλητές περιοχές των ανοσοσφαιρινών. | |
Swollen spermatozoa | Διογκωμένα σπερματοζωάρια | Σπερματοζωάρια που έχουν προσροφήσει διάλυμα διόγκωσης και έχουν διογκωθεί. | |
Symbiotism | Συμβιωτισμός | Κατάσταση όπου δυο ανόμοιοι οργανισμοί ζουν στο ιδιο μικροπεριβάλλον και ωφελούνται και οι δύο από αυτό χωρίς ανταγωνισμό. | |
Symptom | Σύμπτωμα | Παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης νόσου ή γενικότερα, μιας ανωμαλίας του οργανισμού. | |
Syphilis | Σύφιλη | Σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που οφείλεται σε λοίμωξη από το βακτήριο Ωχρά Σπειροχαίτη. | |
Syringe | Σύριγγα | Συσκευή για την εισαγωγή ενέσεων με κύλινδρο που περιέχει το υγρό και μία βελόνα στην άκρη του. | |
Systemic lupus erythematosus | SLE | Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος | Χρόνια νόσος του κολλαγόνου, άγνωστης αιτιολογίας, με παράλληλη εναπόθεση παθολογικών αυτοαντισωμάτων και ανοσοσυμπλεγμάτων. |
Systemic mastocytosis | Συστηματική μαστοκυττάρωση | Μυελουπερπλαστικό νόσημα. | |
Systolic Blood Pressure | SBP | Συστολική αρτηριακή πίεση | Η μεγάλη αρτηριακή πίεση. |
Τελευταία ενημέρωση: Σάββατο Σεπτεμβρίου 19, 2015